- ευσταθής
- ης, ες1) устойчивый, нешаткий; 2) перен. твёрдый, стойкий; постоянный; 3) физ. :
ευσταθής ισορροπία — устойчивое равновесие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευσταθής ισορροπία — устойчивое равновесие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐσταθής — well based masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσταθής — ές (ΑΜ εὐσταθής, ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, ές) σταθερός, αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές οικοδόμημα» β. «ευσταθής μοναρχία», Φιλόδ.) αρχ. 1. ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος… … Dictionary of Greek
ευσταθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, σταθερός, στέριος, αμετακίνητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐσταθῇς — εὐσταθέω to be steady pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταθῆ — εὐσταθής well based neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐσταθής well based masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐσταθής well based masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταθέστερον — εὐσταθής well based adverbial comp εὐσταθής well based masc acc comp sg εὐσταθής well based neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταθέα — εὐσταθής well based neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐσταθής well based masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταθές — εὐσταθής well based masc/fem voc sg εὐσταθής well based neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταθέστατα — εὐσταθής well based adverbial superl εὐσταθής well based neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταθέστατον — εὐσταθής well based masc acc superl sg εὐσταθής well based neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταθεστάτη — εὐσταθής well based fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)